- ξερομασώ
- ξερομασάω μετ. жевать;
§ ξερομασώ τα λόγια μου — говорить невнятно, бормотать; — мямлить
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
§ ξερομασώ τα λόγια μου — говорить невнятно, бормотать; — мямлить
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ξερομασώ — άω 1. μασώ χωρίς να έχω κάτι στο στόμα μου 2. φρ. «ξερομασάει τα λόγια του» μτφ. δεν μιλά ξεκάθαρα, προσπαθεί να κρύψει κάτι επειδή δεν θέλει ή δεν μπορεί να μιλήσει … Dictionary of Greek
μασώ — άω (ΑM μασῶμαι, άομαι, Μ και μασῶ, άω) 1. συνθλίβω και πολτοποιώ την τροφή με τα δόντια τών δύο σιαγόνων («δεν μπορεί να μασήσει, γιατί τού λείπουν τα δόντια») 2. τρώγω (α. «σήμερα μασάει συνεχώς» β. «καὶ κρέας μασώμενος», Αριστοφ.) νεοελλ. 1.… … Dictionary of Greek
ξηρός — και ξερός, ή, ό, θηλ. και ξηρά (ΑΜ ξηρός, ά, όν, Α θηλ. και ξηρή) 1. αυτός που δεν περιέχει υγρασία, ο χωρίς νερό, στεγνός, άνυδρος (α. «ξερό ποτάμι» β. «χείμαρρους ξηροὺς ὕδατος», Αρρ.) 2. αυτός που έχει αποβάλει την ικμάδα του, τη ζωηρότητά του … Dictionary of Greek